煤 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

煤 ελληνικός ορισμός

méi

  • κάρβουνο

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : low wall;
  • : μεσο μαζικης ενημερωσης
  • : κομμάτια
  • : plum; plum flower; Japanese apricot (Prunus mume);
  • : lintel; crossbeam;
  • : οχι
  • : brink; edge;
  • : used for ferret, badger or mongoose; variant of 獴 mongoose;
  • : (fine jade); see 玫瑰[mei2 gui1];
  • : (stone which resembles jade);
  • : φρύδι
  • : heir-requesting sacrifice;
  • : millet;
  • : meat on the back of an animal;
  • : quickening of the fetus;
  • : berry; strawberry;
  • : ancient place name;
  • : enzyme; ferment;
  • : lock; metal dog collar;
  • : americium (chemistry);
  • : μούχλα
  • : babbler (bird);

Λέξεις που περιέχουν 煤, ανά επίπεδο HSK