炭
炭 ελληνικός ορισμός
tàn
- άνθρακας
tàn
- άνθρακας
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 炭, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 煤炭 (méi tàn) : κάρβουνο