玩具 έννοια και προφορά

玩具
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

玩具 ελληνικός ορισμός

wán jù

  • παιχνίδι

HSK level


Χαρακτήρες

  • (wán): παίζω
  • (jù): με