理发 έννοια και προφορά

理发
Απλοποιημένη λέξη
理發
Παραδοσιακή λέξη

理发 ελληνικός ορισμός

lǐ fà

  • κουρεμα μαλλιων

HSK level


Χαρακτήρες

  • (lǐ): λόγος
  • (fā): μαλλιά

Παραδείγματα ποινών με 理发

  • 你什么时候去理发?
    Nǐ shénme shíhòu qù lǐfǎ?