生气 έννοια και προφορά

生气
Απλοποιημένη λέξη
生氣
Παραδοσιακή λέξη

生气 ελληνικός ορισμός

shēng qì

  • τσαντισμένος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shēng): γεννάω
  • (qì): αέριο

Παραδείγματα ποινών με 生气

  • 请别生气,是我错了,对不起。
    Qǐng bié shēngqì, shì wǒ cuòle, duìbùqǐ.