生长 έννοια και προφορά

生长
Απλοποιημένη λέξη
生長
Παραδοσιακή λέξη

生长 ελληνικός ορισμός

shēng zhǎng

  • καλλιεργώ

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shēng): γεννάω
  • (cháng): μακρύς