疲劳 έννοια και προφορά

疲劳
Απλοποιημένη λέξη
疲勞
Παραδοσιακή λέξη

疲劳 ελληνικός ορισμός

pí láo

  • κούραση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (pí): κουρασμένος
  • (láo): εργασία