禁止 έννοια και προφορά

禁止
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

禁止 ελληνικός ορισμός

jìn zhǐ

  • απαγορεύω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jìn): απαγόρευση
  • (zhǐ): μόνο

Παραδείγματα ποινών με 禁止

  • 公共场所禁止抽烟。
    Gōnggòng chǎngsuǒ jìnzhǐ chōuyān.