止
止 ελληνικός ορισμός
zhǐ
- μόνο
zhǐ
- μόνο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 䟖 : erroneous variant of 趾[zhi3];
- 厎 : whetstone;
- 只 : μόνο
- 咫 : 8 in. length unit of Zhou dynasty;
- 址 : ιστοσελίδα
- 夂 : walk slowly' component in Chinese characters; see also 冬字頭|冬字头[dong1 zi4 tou2];
- 徵 : 4th note in pentatonic scale 五音[wu3 yin1], roughly sol; see also 徵|征[zheng1];
- 恉 : purport;
- 指 : που σημαίνει
- 旨 : σκοπός
- 枳 : (orange); hedge thorn;
- 沚 : islet;
- 祉 : felicity;
- 纸 : χαρτί
- 芷 : angelica (type of iris); plant root used in TCM;
- 趾 : toe;
- 轵 : end of axle outside of hub;
- 酯 : ester;
- 阯 : foundation;
- 黹 : embroidery;
- 𠮛 : purpose; excellent
Παραδείγματα ποινών με 止
-
公共场所禁止抽烟。
Gōnggòng chǎngsuǒ jìnzhǐ chōuyān.
Λέξεις που περιέχουν 止, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 禁止 (jìn zhǐ) : απαγορεύω
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 阻止 (zǔ zhǐ) : αποτρέψει
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 不止 (bù zhǐ) : περισσότερο από
- 防止 (fáng zhǐ) : αποτρέψει
- 截止 (jié zhǐ ) : αποκόβω
- 迄今为止 (qì jīn wéi zhǐ) : μέχρι τώρα
- 制止 (zhì zhǐ) : να σταματήσει
- 终止 (zhōng zhǐ) : λήξη