禁
禁 ελληνικός ορισμός
jìn
- απαγόρευση
jìn
- απαγόρευση
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 劲 : δύναμη
- 唫 : to stutter; to shut one's mouth; Taiwan pr. [yin2];
- 噤 : unable to speak; silent;
- 妗 : wife of mother's brother;
- 搢 : shake; stick into; strike;
- 晉 : Jin
- 晋 : τζιν
- 殣 : die of hunger;
- 浸 : βουτιά
- 溍 : water; name of a river;
- 濜 : river in Hubei province;
- 烬 : ashes; embers;
- 璡 : jade-like stone;
- 缙 : red silk;
- 肵 : table;
- 荩 : Arthraxon ciliare; loyal;
- 觐 : (history) to have an audience with the Emperor;
- 賮 : farewell presents;
- 赆 : farewell presents;
- 近 : κοντά
- 进 : προκαταβολή
- 進 : Enter
- 靳 : martingale; stingy;
- 𠬶 : 𠬶
Παραδείγματα ποινών με 禁
-
公共场所禁止抽烟。
Gōnggòng chǎngsuǒ jìnzhǐ chōuyān.
Λέξεις που περιέχουν 禁, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 禁止 (jìn zhǐ) : απαγορεύω
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 不禁 (bù jīn) : δεν μπορώ να βοηθήσω
- 严禁 (yán jìn) : απαγορεύεται αυστηρά