笔记本
筆記本
笔记本 ελληνικός ορισμός
bǐ jì běn
- σημειωματάριο
bǐ jì běn
- σημειωματάριο
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 笔记本
-
你看,这是我新买的笔记本。
Nǐ kàn, zhè shì wǒ xīn mǎi de bǐjìběn. -
老师讲的内容,我都写在笔记本上了。
Lǎoshī jiǎng de nèiróng, wǒ dū xiě zài bǐjìběn shàngle.