缩短 έννοια και προφορά

缩短
Απλοποιημένη λέξη
縮短
Παραδοσιακή λέξη

缩短 ελληνικός ορισμός

suō duǎn

  • βραχύνω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (suō): μαζεύω
  • (duǎn): μικρός