羊肉 έννοια και προφορά

羊肉
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

羊肉 ελληνικός ορισμός

yáng ròu

  • αρνάκι

HSK level


Χαρακτήρες

  • (yáng): πρόβατο
  • (ròu): κρέας

Παραδείγματα ποινών με 羊肉

  • 羊肉真好吃!
    Yángròu zhēn hào chī!
  • 有些人不爱吃羊肉。
    Yǒuxiē rén bù ài chī yángròu.