肉
肉 ελληνικός ορισμός
ròu
- κρέας
ròu
- κρέας
Επίπεδα HSK
Παραδείγματα ποινών με 肉
-
羊肉真好吃!
Yángròu zhēn hào chī! -
有些人不爱吃羊肉。
Yǒuxiē rén bù ài chī yángròu. -
除了不吃肉,我还不吃鸡蛋。
Chú liǎo bù chī ròu, wǒ hái bù chī jīdàn.
Λέξεις που περιέχουν 肉, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 2
- 羊肉 (yáng ròu) : αρνάκι
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 肌肉 (jī ròu) : μυς