羊
羊 ελληνικός ορισμός
yáng
- πρόβατο
yáng
- πρόβατο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 佯 : to feign; to pretend;
- 垟 : clay sheep buried with the dead;
- 徉 : to walk back and forth;
- 扬 : νέος
- 旸 : rising sun; sunshine;
- 昜 : to open out, to expand; bright, glorious;
- 杨 : poplar;
- 洋 : ξένο
- 炀 : molten; smelt;
- 烊 : molten; smelt;
- 疡 : ulcers; sores;
- 蛘 : a weevil found in rice etc;
- 钖 : ornaments on headstall of horse;
- 阳 : γιανγκ
- 飏 : to soar; to fly; to float; variant of 揚|扬[yang2], to scatter; to spread;
Παραδείγματα ποινών με 羊
-
羊肉真好吃!
Yángròu zhēn hào chī! -
有些人不爱吃羊肉。
Yǒuxiē rén bù ài chī yángròu.
Λέξεις που περιέχουν 羊, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 2
- 羊肉 (yáng ròu) : αρνάκι