耍 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

耍 ελληνικός ορισμός

shuǎ

  • παίζω

Επίπεδα HSK


Λέξεις που περιέχουν 耍, ανά επίπεδο HSK