耍
耍 ελληνικός ορισμός
shuǎ
- παίζω
shuǎ
- παίζω
Επίπεδα HSK
Λέξεις που περιέχουν 耍, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
-
耍 (shuǎ): παίζω
-