脾气 έννοια και προφορά

脾气
Απλοποιημένη λέξη
脾氣
Παραδοσιακή λέξη

脾气 ελληνικός ορισμός

pí qi

  • ιδιοσυγκρασία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (pí): σπλήνα
  • (qì): αέριο

Παραδείγματα ποινών με 脾气

  • 他脾气好,从来不发火。
    Tā píqì hǎo, cónglái bu fāhuǒ.
  • 我妻子的性格非常好,从不发脾气。
    Wǒ qīzi dì xìnggé fēicháng hǎo, cóng bù fā píqì.