脾
脾 ελληνικός ορισμός
pí
- σπλήνα
pí
- σπλήνα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 啤 : μπύρα
- 埤 : low wall;
- 毗 : to adjoin; to border on;
- 疲 : κουρασμένος
- 皮 : δέρμα
- 笓 : to comb; fine-toothed comb; trap for prawns;
- 罴 : brown bear;
- 芘 : Malva sylvestris;
- 蚽 : a kind of insect (old);
- 蜱 : tick (zoology);
- 郫 : place name;
- 铍 : beryllium (chemistry);
- 阰 : mountain in ancient Chu;
- 陴 : parapet;
- 鼙 : drum carried on horseback;
- 𣬉 : 㐌
Παραδείγματα ποινών με 脾
-
他脾气好,从来不发火。
Tā píqì hǎo, cónglái bu fāhuǒ. -
我妻子的性格非常好,从不发脾气。
Wǒ qīzi dì xìnggé fēicháng hǎo, cóng bù fā píqì.
Λέξεις που περιέχουν 脾, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 脾气 (pí qi) : ιδιοσυγκρασία