腿 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

腿 ελληνικός ορισμός

tuǐ

  • πόδι

Επίπεδα HSK


Παραδείγματα ποινών με 腿

  • 姐姐的腿长,跑得快。
    Jiějiě de tuǐ zhǎng, pǎo dé kuài.
  • 我的腿有点儿疼。
    Wǒ de tuǐ yǒudiǎn er téng.
  • 你的腿还疼吗?
    Nǐ de tuǐ hái téng ma?
  • 昨天去爬山了,今天腿很酸。
    Zuótiān qù páshānle, jīntiān tuǐ hěn suān.

Λέξεις που περιέχουν 腿, ανά επίπεδο HSK