补充 έννοια και προφορά

补充
Απλοποιημένη λέξη
補充
Παραδοσιακή λέξη

补充 ελληνικός ορισμός

bǔ chōng

  • συμπλήρωμα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bǔ): μακιγιάζ
  • (chōng): χρέωση