衰老 έννοια και προφορά

衰老
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

衰老 ελληνικός ορισμός

shuāi lǎo

  • γηρασμός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shuāi): πτώση
  • (lǎo): παλαιός