豆腐 έννοια και προφορά

豆腐
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

豆腐 ελληνικός ορισμός

dòu fu

  • τόφου

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dòu): φασόλια
  • (fǔ): σαπίλα