踢足球 έννοια και προφορά

踢足球
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

踢足球 ελληνικός ορισμός

tī zú qiú

  • παίζω ποδόσφαιρο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (tī): λάκτισμα
  • (zú): πόδι
  • (qiú): μπάλα

Παραδείγματα ποινών με 踢足球

  • 我喜欢的运动是:游泳、踢足球。
    Wǒ xǐhuān de yùndòng shì: Yóuyǒng, tī zúqiú.
  • 我和同学们在踢足球。
    Wǒ hé tóngxuémen zài tī zúqiú.