进口 έννοια και προφορά

进口
Απλοποιημένη λέξη
進口
Παραδοσιακή λέξη

进口 ελληνικός ορισμός

jìn kǒu

  • εισαγωγή

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jìn): προκαταβολή
  • (kǒu): στόμα