逃
逃 ελληνικός ορισμός
táo
- διαφυγή
táo
- διαφυγή
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 匋 : pottery;
- 啕 : wail;
- 桃 : ροδάκινο
- 梼 : dunce; blockhead;
- 洮 : to cleanse; name of a river;
- 淘 : καθαρισμός
- 绹 : bind; cord; twist;
- 萄 : σταφύλια
- 醄 : very drunk; blotto; happy appearance; happy looks;
- 陶 : κεραμικά
- 鞀 : hand drum used by peddlers;
- 鼗 : a drum-shaped rattle (used by peddlers or as a toy); rattle-drum;
Λέξεις που περιέχουν 逃, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
逃 (táo): διαφυγή
- 逃避 (táo bì) : διαφυγή
-