造成 έννοια και προφορά

造成
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

造成 ελληνικός ορισμός

zào chéng

  • αιτία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zào): φτιαχνω, κανω
  • (chéng): να κάνω