逼迫 έννοια και προφορά

逼迫
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

逼迫 ελληνικός ορισμός

bī pò

  • δύναμη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bī): δύναμη
  • (pò): δύναμη