道理 έννοια και προφορά

道理
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

道理 ελληνικός ορισμός

dào lǐ

  • λόγος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dào): τάο
  • (lǐ): λόγος