锲而不舍 έννοια και προφορά

锲而不舍
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

锲而不舍 ελληνικός ορισμός

qiè ér bù shě

  • επιμονή

HSK level


Χαρακτήρες

  • (qiè): αστειολόγος
  • (ér): και
  • (bù): μην
  • (shě): υπόστεγο