锲
鍥
锲 ελληνικός ορισμός
qiè
- αστειολόγος
qiè
- αστειολόγος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 切 : τομή
- 妾 : concubine; I, your servant (deprecatory self-reference for women);
- 帹 : man's headband (arch.);
- 怯 : δειλά
- 惬 : cheerful; satisfied;
- 挈 : to raise; to lift; to take along (e.g. one's family);
- 朅 : to leave; to abandon;
- 窃 : κλέβω
- 箧 : chest; box; trunk; suitcase; portfolio;
- 踥 : to walk with small steps;
Λέξεις που περιέχουν 锲, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 锲而不舍 (qiè ér bù shě) : επιμονή