青春 έννοια και προφορά

青春
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

青春 ελληνικός ορισμός

qīng chūn

  • νεολαία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (qīng): πράσινος
  • (chūn): άνοιξη