鞭炮 έννοια και προφορά

鞭炮
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

鞭炮 ελληνικός ορισμός

biān pào

  • κροτίδα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (biān): μαστίγιο
  • (pào): όπλο