鞭
鞭 ελληνικός ορισμός
biān
- μαστίγιο
biān
- μαστίγιο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 鞭, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 鞭炮 (biān pào) : κροτίδα
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 鞭策 (biān cè) : ωθηση