炮
炮 ελληνικός ορισμός
pào
- όπλο
pào
- όπλο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 炮, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 鞭炮 (biān pào) : κροτίδα