顽固 έννοια και προφορά

顽固
Απλοποιημένη λέξη
頑固
Παραδοσιακή λέξη

顽固 ελληνικός ορισμός

wán gù

  • πεισματάρης

HSK level


Χαρακτήρες

  • (wán): πεισματάρης
  • (gù): στερεός