侵
侵 ελληνικός ορισμός
qīn
- εισβαλλει
qīn
- εισβαλλει
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 侵, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 侵犯 (qīn fàn) : παραβιάζω
- 侵略 (qīn lvè) : επίθεση