偏
偏 ελληνικός ορισμός
piān
- μερικός
piān
- μερικός
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 偏, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 偏差 (piān chā) : απόκλιση
- 偏见 (piān jiàn) : προκατάληψη
- 偏僻 (piān pì) : μακρινός
- 偏偏 (piān piān) : αντιθέτως