儓
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            儓 ελληνικός ορισμός
        
            tái
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - servant
 
                
            
        
    
tái
- servant