抬
抬 ελληνικός ορισμός
tái
- ανελκυστήρας
tái
- ανελκυστήρας
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 抬
-
他们把课桌抬到教室里去了。
Tāmen bǎ kè zhuō tái dào jiàoshì lǐ qùle.
Λέξεις που περιέχουν 抬, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
-
抬 (tái): ανελκυστήρας
-