抬 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

抬 ελληνικός ορισμός

tái

  • ανελκυστήρας

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : servant;
  • : σταθμός
  • : ancient place name (a Han dynasty town in Shaanxi); variant of 邰[Tai2];
  • : soot;
  • : station
  • : Carex dispalatha;
  • : to trample, to kick;
  • : tired; worn out horse;
  • : mackerel; Pacific mackerel (Pneumatophorus japonicus);

Παραδείγματα ποινών με 抬

  • 他们把课桌抬到教室里去了。
    Tāmen bǎ kè zhuō tái dào jiàoshì lǐ qùle.

Λέξεις που περιέχουν 抬, ανά επίπεδο HSK