台 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

台 ελληνικός ορισμός

tái

  • σταθμός

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : servant;
  • : ανελκυστήρας
  • : ancient place name (a Han dynasty town in Shaanxi); variant of 邰[Tai2];
  • : soot;
  • : station
  • : Carex dispalatha;
  • : to trample, to kick;
  • : tired; worn out horse;
  • : mackerel; Pacific mackerel (Pneumatophorus japonicus);

Παραδείγματα ποινών με 台

  • 你帮我看看,这台电脑出什么问题了?
    Nǐ bāng wǒ kàn kàn, zhè tái diànnǎo chū shénme wèntíle?
  • 这台电脑是新买的。
    Zhè tái diànnǎo shì xīn mǎi de.
  • 每个教室里都有一台计算机。
    Měi gè jiàoshì lǐ dōu yǒuyī tái jìsuànjī.

Λέξεις που περιέχουν 台, ανά επίπεδο HSK