斄 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

斄 ελληνικός ορισμός

tái

  • ancient place name (a Han dynasty town in Shaanxi)
  • variant of 邰[Tai2]

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : servant;
  • : σταθμός
  • : ανελκυστήρας
  • : soot;
  • : station
  • : Carex dispalatha;
  • : to trample, to kick;
  • : tired; worn out horse;
  • : mackerel; Pacific mackerel (Pneumatophorus japonicus);