唫 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

唫 ελληνικός ορισμός

jìn

  • to stutter
  • to shut one's mouth
  • Taiwan pr. [yin2]

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά