坍 Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας 坍 ελληνικός ορισμός tān to collapse Χαρακτήρες με την ίδια προφορά 怹 : he; she; (courteous, as opposed to 他[ta1]); 摊 : αναβάλλω 滩 : παραλία 瘫 : παράλυση 貪 : greedy 贪 : άπληστος 肽 怹