貪 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

貪 ελληνικός ορισμός

tān

  • greedy

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to collapse;
  • : he; she; (courteous, as opposed to 他[ta1]);
  • : αναβάλλω
  • : παραλία
  • : παράλυση
  • : άπληστος