瘫
癱
瘫 ελληνικός ορισμός
tān
- παράλυση
tān
- παράλυση
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 瘫, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 瘫痪 (tān huàn) : παράλυση