士 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

士 ελληνικός ορισμός

shì

  • σι

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : κόσμος
  • : archaic variant of 世[shi4];
  • : πράγμα
  • : to serve as an official; an official; the two chess pieces in Chinese chess guarding the 'general' or 'king' 將|将[jiang4];
  • : αρέσει
  • : to serve; to attend upon;
  • : δυνητικός
  • : addicted to; fond of; stem corresponding to -phil or -phile;
  • : to devour; to bite;
  • : majestic manner; red; angry;
  • : δωμάτιο
  • : πόλη
  • : τύπος
  • : to murder a superior; to murder one's parent;
  • : accustomed to; habit;
  • : to rely on; mother (formal);
  • : door pivot;
  • : to wipe;
  • : to hold; to grasp;
  • : ναί
  • : διόσπυπος
  • : (tree);
  • : σι
  • : bank; shore; name of a river;
  • : προβολή
  • : divine by stalk;
  • : to lick; to lap (up);
  • : to grow; to transplant;
  • : to sting; also pr. [zhe1];
  • : εξαρτάται από
  • : όρκος
  • : to examine; to judge;
  • : δοκιμή
  • : posthumous name or title; to confer a posthumous title;
  • : to borrow; to buy on credit; to rent out;
  • : crossbar in carriage front;
  • : κατάλληλος
  • : πεθαίνω
  • : suitable
  • : Japanese variant of 釋|释;
  • : ελευθέρωση
  • : cerium (chemistry);
  • : διακοσμώ

Παραδείγματα ποινών με 士

  • 我来介绍一下,这位是李博士。
    Wǒ lái jièshào yīxià, zhè wèi shì lǐ bóshì.
  • 护士正在给病人打针。
    Hùshì zhèngzài gěi bìngrén dǎzhēn.
  • 我在大学里读硕士研究生。
    Wǒ zài dàxué lǐ dú shuòshì yánjiūshēng.

Λέξεις που περιέχουν 士, ανά επίπεδο HSK