式
式 ελληνικός ορισμός
shì
- τύπος
shì
- τύπος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 世 : κόσμος
- 丗 : archaic variant of 世[shi4];
- 事 : πράγμα
- 仕 : to serve as an official; an official; the two chess pieces in Chinese chess guarding the 'general' or 'king' 將|将[jiang4];
- 似 : αρέσει
- 侍 : to serve; to attend upon;
- 势 : δυνητικός
- 嗜 : addicted to; fond of; stem corresponding to -phil or -phile;
- 噬 : to devour; to bite;
- 士 : σι
- 奭 : majestic manner; red; angry;
- 室 : δωμάτιο
- 市 : πόλη
- 弑 : to murder a superior; to murder one's parent;
- 忕 : accustomed to; habit;
- 恃 : to rely on; mother (formal);
- 戺 : door pivot;
- 拭 : to wipe;
- 揓 : to hold; to grasp;
- 是 : ναί
- 柿 : διόσπυπος
- 栻 : (tree);
- 氏 : σι
- 澨 : bank; shore; name of a river;
- 示 : προβολή
- 筮 : divine by stalk;
- 舐 : to lick; to lap (up);
- 莳 : to grow; to transplant;
- 螫 : to sting; also pr. [zhe1];
- 视 : εξαρτάται από
- 誓 : όρκος
- 諟 : to examine; to judge;
- 试 : δοκιμή
- 谥 : posthumous name or title; to confer a posthumous title;
- 贳 : to borrow; to buy on credit; to rent out;
- 轼 : crossbar in carriage front;
- 适 : κατάλληλος
- 逝 : πεθαίνω
- 適 : suitable
- 釈 : Japanese variant of 釋|释;
- 释 : ελευθέρωση
- 铈 : cerium (chemistry);
- 饰 : διακοσμώ
Παραδείγματα ποινών με 式
-
现在比赛正式开始。
Xiànzài bǐsài zhèngshì kāishǐ. -
内容是最主要的,其次才是形式。
Nèiróng shì zuì zhǔyào de, qícì cái shì xíngshì.
Λέξεις που περιέχουν 式, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 正式 (zhèng shì) : επίσημος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 方式 (fāng shì) : ο τροπος
- 开幕式 (kāi mù shì) : τελετή έναρξης
- 形式 (xíng shì) : μορφή
- 样式 (yàng shì) : στυλ
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 格式 (gé shì) : μορφή
- 公式 (gōng shì) : τύπος
- 款式 (kuǎn shì) : στυλ
- 模式 (mó shì) : τρόπος
- 仪式 (yí shì) : τελετή