妾 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

妾 ελληνικός ορισμός

qiè

  • concubine
  • I, your servant (deprecatory self-reference for women)

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : τομή
  • : man's headband (arch.);
  • : δειλά
  • : cheerful; satisfied;
  • : to raise; to lift; to take along (e.g. one's family);
  • : to leave; to abandon;
  • : κλέβω
  • : chest; box; trunk; suitcase; portfolio;
  • : to walk with small steps;
  • : αστειολόγος