挈 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

挈 ελληνικός ορισμός

qiè

  • to raise
  • to lift
  • to take along (e.g. one's family)

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : τομή
  • : concubine; I, your servant (deprecatory self-reference for women);
  • : man's headband (arch.);
  • : δειλά
  • : cheerful; satisfied;
  • : to leave; to abandon;
  • : κλέβω
  • : chest; box; trunk; suitcase; portfolio;
  • : to walk with small steps;
  • : αστειολόγος