屋
屋 ελληνικός ορισμός
wū
- σπίτι
wū
- σπίτι
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 屋
-
旧社会里,有的有钱人的房子屋顶很高。
Jiù shèhuì lǐ, yǒu de yǒu qián rén de fángzi wūdǐng hěn gāo.
Λέξεις που περιέχουν 屋, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 屋子 (wū zi) : δωμάτιο