屋 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

屋 ελληνικός ορισμός

  • σπίτι

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : γου
  • : (onom.) for humming or whimpering;
  • : to plaster; whitewash;
  • : witch; wizard; shaman; also pr. [wu2];
  • : (literary) Oh!; Ah!;
  • : to plaster; whitewash;
  • : απόβλητα
  • 洿 : dig (a pond); stagnant water;
  • : ψευδής
  • : tungsten (chemistry);

Παραδείγματα ποινών με 屋

  • 旧社会里,有的有钱人的房子屋顶很高。
    Jiù shèhuì lǐ, yǒu de yǒu qián rén de fángzi wūdǐng hěn gāo.

Λέξεις που περιέχουν 屋, ανά επίπεδο HSK